Zalakować στα ελληνικά

Μετάφραση: zalakować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φώκια, βούλα
Zalakować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chytry στα ελληνικά - ύπουλος, ευφυής, πανέξυπνος, τετραπέρατος, μισθοφόρος, πανουργία, μισθοφορικός, ...
  • cukrownictwo στα ελληνικά - ζάχαρη, η ζάχαρη, το σάκχαρο, τη ζάχαρη, η ζάχαρη που
  • dominacja στα ελληνικά - κυριαρχία, κυριαρχίας, την κυριαρχία, της κυριαρχίας, επικράτηση
  • interesant στα ελληνικά - πελάτης
Τυχαίες λέξεις
Zalakować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φώκια, βούλα