Zatrzymać στα ελληνικά

Μετάφραση: zatrzymać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταματώ, διαμένω, κρατώ, συλλαμβάνω, τέμνω, ανακόπτω, κατοικώ, διατηρώ, παρακρατώ, μένω, εξακολουθώ, κατακρατώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Zatrzymać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ameryka στα ελληνικά - Αμερική, Αμερικής, america, την Αμερική, Καραϊβικής
  • antropogeneza στα ελληνικά - ανθρωπογένεσης, ανθρωπογένεση
  • demulgator στα ελληνικά - απογαλακτωματοποιητή, απογαλακτωματοποιητής
  • dobrodziejstwo στα ελληνικά - όφελος, ευλογία, επωφελούμαι, επίδομα, ωφέλεια, πλεονέκτημα, οφέλους, ...
Τυχαίες λέξεις
Zatrzymać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταματώ, διαμένω, κρατώ, συλλαμβάνω, τέμνω, ανακόπτω, κατοικώ, διατηρώ, παρακρατώ, μένω, εξακολουθώ, κατακρατώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει