Znajdować στα ελληνικά

Μετάφραση: znajdować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κείμαι, ανεύρεση, βρίσκω, εξέδρα, ψεύδομαι, συμβαίνω, εύρημα, κάθομαι, διαδραματίζω, βρείτε, βρει, βρίσκουν, βρουν
Znajdować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • benzoesowy στα ελληνικά - βενζοϊκός, βενζοϊκό, βενζοϊκού, το βενζοϊκό, βενζοϊκά
  • cykliczny στα ελληνικά - σειρά, κυκλικός, κυκλική, κυκλικό, κυκλικής, κυκλικές
  • energia στα ελληνικά - δραστηριότητα, οδηγώ, βίος, ζωή, εξαντλώ, γκελ, ζουμί, ...
  • formowanie στα ελληνικά - πλάσιμο, σχηματισμός, διαμόρφωση, σχηματισμό, σχηματισμού, το σχηματισμό
Τυχαίες λέξεις
Znajdować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κείμαι, ανεύρεση, βρίσκω, εξέδρα, ψεύδομαι, συμβαίνω, εύρημα, κάθομαι, διαδραματίζω, βρείτε, βρει, βρίσκουν, βρουν