Último στα ελληνικά

Μετάφραση: último, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαρκώ, αποθανών, αργά, όψιμος, αργός, περασμένος, φτουρώ, τελευταίος, παρελθόν, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο
Último στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • órgãos στα ελληνικά - όργανο, οργανισμοί, υπηρεσίες, οργανισμούς, γραφεία, πρακτορεία
  • úlcera στα ελληνικά - έλκος, έλκους, του έλκους, έλκος του, το έλκος
  • única στα ελληνικά - βυθίζομαι, ναυαγώ, βυθίζω, νεροχύτης, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ...
  • único στα ελληνικά - ιδιόμορφος, πέλμα, μοναδικός, απόκοσμος, μονός, αποκλειστικά, ανύπαντρος, ...
Τυχαίες λέξεις
Último στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαρκώ, αποθανών, αργά, όψιμος, αργός, περασμένος, φτουρώ, τελευταίος, παρελθόν, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο