Ατσαλένιος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ατσαλένιος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aço, caldeira, um, uma, a, de, de um
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατσαλένιος
πο ατσαλένιος, ατσαλένιος - τράχωνες, ατσαλένιος αετός, ατσαλένιος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ατσαλένιος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ατροφία στα πορτογαλικά - atrofiar, atrofia, a atrofia, atrofia do, atrofia de, de atrofia
- ατσάλι στα πορτογαλικά - aço, caldeira, de aço, em aço, do aço, siderúrgica
- ατυχής στα πορτογαλικά - infeliz, lamentável, desafortunado, infelizes, infelicidade
- ατυχία στα πορτογαλικά - afligir, distrair, angustiar, acabrunhar, infortúnio, desgraça, infelicidade, ...
Τυχαίες λέξεις
Ατσαλένιος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aço, caldeira, um, uma, a, de, de um
Μεταφράσεις: aço, caldeira, um, uma, a, de, de um