Aceitar στα ελληνικά

Μετάφραση: aceitar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόσφατος, λαμβάνω, παίρνω, έχε, δέχομαι, αποδέχομαι, έχω, παραλαμβάνω, παραδέχομαι, δεχθεί, αποδεχθεί, δεχτεί
Aceitar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aceder στα ελληνικά - αποδέχομαι, πρόσβαση, πρόσβασης, την πρόσβαση, πρόσβαση στο, η πρόσβαση
  • aceitador στα ελληνικά - αποδέκτης, δέκτη, αποδέκτη, δέκτης, δέκτου
  • aceitação στα ελληνικά - υιοθέτηση, υιοθεσία, αποδοχή, αποδοχής, την αποδοχή, η αποδοχή, της αποδοχής
  • aceitável στα ελληνικά - αποδεκτός, δεκτός, αποδεκτό, αποδεκτή, αποδεκτά, αποδεκτές, αποδεκτού
Τυχαίες λέξεις
Aceitar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόσφατος, λαμβάνω, παίρνω, έχε, δέχομαι, αποδέχομαι, έχω, παραλαμβάνω, παραδέχομαι, δεχθεί, αποδεχθεί, δεχτεί