Πρόσφατος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πρόσφατος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recente, aceitar, acolher, receba, colher, recentes, recentesExibir, recentemente, recentes O
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσφατος
πρόσφατος συνώνυμο, πρόσφατος σεισμός, πρόσφατος νόμος για τα ναρκωτικά, πρόσφατος σεισμός στην ελλάδα, πρόσφατος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πρόσφατος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πρόστυχος στα πορτογαλικά - puro, receita, castiço, mal-intencionado, mal intencionado, bitchy, vadia, ...
- πρόσφατα στα πορτογαλικά - recente, ultimamente, tarde, recentemente, Recently, recém
- πρόσφορος στα πορτογαλικά - terno, fato, ajuste, caber, apropriado, adaptação, conveniente, ...
- πρόσφυγας στα πορτογαλικά - refugiados, refugiado, de refugiado, de refugiados, dos refugiados
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφατος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: recente, aceitar, acolher, receba, colher, recentes, recentesExibir, recentemente, recentes O
Μεταφράσεις: recente, aceitar, acolher, receba, colher, recentes, recentesExibir, recentemente, recentes O