Assaltante στα ελληνικά
Μετάφραση: assaltante, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτιθέμενος, διαρρήκτης, Αντιδιαρρηκτικά, διαρρήκτη, διαρρηκτών, αντιδιαρρηκτικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aspirina στα ελληνικά - ασπιρίνη, ασπιρίνης, η ασπιρίνη, την ασπιρίνη, της ασπιρίνης
- assalariado στα ελληνικά - έμμισθος, μισθωτός, μισθωτής, μισθωτοί, έμμισθης
- assaltar στα ελληνικά - επιτίθεμαι, βιαιοπραγία, επίθεση, επιδρομή, προσβολή, επίθεσης, επιθέσεων, ...
- assalto στα ελληνικά - επιτίθεμαι, βιαιοπραγία, επίθεση, προσβολή, επίθεσης, επιθέσεων, κακοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Assaltante στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτιθέμενος, διαρρήκτης, Αντιδιαρρηκτικά, διαρρήκτη, διαρρηκτών, αντιδιαρρηκτικού
Μεταφράσεις: επιτιθέμενος, διαρρήκτης, Αντιδιαρρηκτικά, διαρρήκτη, διαρρηκτών, αντιδιαρρηκτικού