Διαρρήκτης στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διαρρήκτης, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assaltante, ladrão, de assaltante, contra roubo
Διαρρήκτης στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαρρήκτης

διαρρήκτης μαχαίρωσε τον τάσο μητρόπουλο μέσα στο σπίτι του, διαρρήκτης μπήκε σε σπίτι στρατιωτικού με μαύρη ζώνη, διαρρήκτης στα αγγλικα, διαρρήκτης μεταφραση, διαρρήκτησ αυτιάσ, διαρρήκτης λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διαρρήκτης στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διαρκώ στα πορτογαλικά - antecedente, perdurar, precedente, rapariga, derradeiro, garota, último, ...
  • διαρρέω στα πορτογαλικά - fuga, infiltrar-se, infiltrar, escoar, infiltram
  • διαρροή στα πορτογαλικά - fuga, vazamento, fuga de, vazamento de, fugas de
  • διαρρύθμιση στα πορτογαλικά - traçado, plano, disposição, layout de, de layout
Τυχαίες λέξεις
Διαρρήκτης στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: assaltante, ladrão, de assaltante, contra roubo