Boné στα ελληνικά

Μετάφραση: boné, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραγιάσκα, θήκη, σκούφος, καπάκι, κάλυμμα, πώμα, ΚΓΠ, της ΚΓΠ
Boné στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bonificar στα ελληνικά - σταφύλι
  • bonito στα ελληνικά - ψιλή, πρόστιμο, αίθριος, χαριτωμένος, όμορφος, φίνος, όμορφη, ...
  • boqueirão στα ελληνικά - χάσμα, κόλπος, γκρεμός, άβυσσος, μεγάλο στόμα, μεγάλου στόματος, μεγαλομανίας, ...
  • borboleta στα ελληνικά - πεταλούδα, πεταλούδας, πεταλούδων, πεταλούδες
Τυχαίες λέξεις
Boné στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραγιάσκα, θήκη, σκούφος, καπάκι, κάλυμμα, πώμα, ΚΓΠ, της ΚΓΠ