Carência στα ελληνικά

Μετάφραση: carência, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαιτώ, ζήτηση, απαίτηση, έλλειψη, χρειάζομαι, ελάττωμα, υστέρημα, ζητώ, ανάγκη, έλλειψης, έλλειμμα, ανεπάρκεια, ελλείψεις
Carência στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • carvalhos στα ελληνικά - βελανιδιά, δρύινος, βελανιδιές, δρυς, βαλανιδιές, δρυός, βελανιδιών
  • carácter στα ελληνικά - κατάσταση, προσωπικότητα, πάθηση, χαρακτήρας, ποιότητα, φύση, χαρακτήρα, ...
  • casa στα ελληνικά - τοποθετώ, μέρος, τόπος, σπίτι, οίκος, Αρχική σελίδα, το σπίτι, ...
  • casaco στα ελληνικά - καζάκα, μανδύας, παλτό, στρώση, επίστρωση, τρίχωμα, το παλτό
Τυχαίες λέξεις
Carência στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαιτώ, ζήτηση, απαίτηση, έλλειψη, χρειάζομαι, ελάττωμα, υστέρημα, ζητώ, ανάγκη, έλλειψης, έλλειμμα, ανεπάρκεια, ελλείψεις