Competência στα ελληνικά
Μετάφραση: competência, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύρος, εξουσία, αυθεντία, αρμοδιότητα, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, ικανότητα, αρμοδιότητες
Μεταφράσεις
- competitividade στα ελληνικά - καταπολεμώ, μάχη, μάχομαι, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, ανταγωνιστικότητά, ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, την ανταγωνιστικότητά, ...
- competição στα ελληνικά - διαγωνισμός, συναγωνισμός, ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού, τον ανταγωνισμό
- compilador στα ελληνικά - μεταγλωττιστής, συντάκτης, μεταγλωττιστή, compiler, μεταγλώττισης
- compilar στα ελληνικά - συλλέγω, συντάσσω, μεταγλωττίζω, καταρτίζουν, συγκεντρώνουν, μεταγλώττιση, συγκεντρώνει, ...
Τυχαίες λέξεις
Competência στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύρος, εξουσία, αυθεντία, αρμοδιότητα, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, ικανότητα, αρμοδιότητες
Μεταφράσεις: κύρος, εξουσία, αυθεντία, αρμοδιότητα, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, ικανότητα, αρμοδιότητες