Densamente στα ελληνικά

Μετάφραση: densamente, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυκνώνω, πυκνός, πήζω, δένω, πυκνά, πυκνότητα, πυκνή, πυκνοκατοικημένες, υψηλή πυκνότητα
Densamente στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • denominar στα ελληνικά - τηλεφωνώ, ονομασία, όνομα, κλήση, ονομάζω, πρόσκληση, κλήσης, ...
  • denotar στα ελληνικά - εννοώ, παραδόπιστος, εμφαίνω, σημαίνω, υποδηλώ, τσιγκούνης, υποδηλώσει, ...
  • densidade στα ελληνικά - πυκνότητα, πυκνότητας, πυκνότητος, την πυκνότητα, η πυκνότητα
  • denso στα ελληνικά - πυκνός, συμπαγής, οδοντίατρος, δασύς, συμπυκνωμένος, πυκνό, πυκνή, ...
Τυχαίες λέξεις
Densamente στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυκνώνω, πυκνός, πήζω, δένω, πυκνά, πυκνότητα, πυκνή, πυκνοκατοικημένες, υψηλή πυκνότητα