Πυκνώνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: πυκνώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
engrossar, gordo, densamente, espessar, thicken, espesso, engrosse
Πυκνώνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυκνώνω

πυκνώνω αντώνυμο, πυκνώνω ετυμολογία, πυκνώνω συνωνυμο, πυκνώνω συνώνυμο, πυκνώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πυκνώνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • πυκνός στα πορτογαλικά - obtuso, denso, volumoso, elas, encorpado, compacto, denunciar, ...
  • πυκνότητα στα πορτογαλικά - mata, espessura, densidade, densidade de, a densidade, de densidade, da densidade
  • πυξίδα στα πορτογαλικά - compasso, bússola, compass, da bússola, de bússola
  • πυρήνας στα πορτογαλικά - semente, núcleo, afastar-se, cerne, bocal, caroço, âmago, ...
Τυχαίες λέξεις
Πυκνώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: engrossar, gordo, densamente, espessar, thicken, espesso, engrosse