Πήζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: πήζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
densamente, gordo, engrossar, coalhar, coagular, curdle, coalho, talhar
Πήζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πήζω

πήζω slang, εκ πήζω, παίζω συνώνυμα, πήζω μετάφραση, πήζω english, πήζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πήζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • πέφτω στα πορτογαλικά - caducar, cair, fiel, roubar, anoitecer, lapso, queda, ...
  • πέψη στα πορτογαλικά - sumário, digestão, digerir, a digestão, de digestão, digest�, digestão de
  • πίεση στα πορτογαλικά - pressionar, pressão, apinhar, prensagem, de pressão, a pressão, pressão de, ...
  • πίθηκος στα πορτογαλικά - símio, macaco, animal, monkey, do macaco, de macaco, macacos
Τυχαίες λέξεις
Πήζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: densamente, gordo, engrossar, coalhar, coagular, curdle, coalho, talhar