Desespero στα ελληνικά
Μετάφραση: desespero, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απεγνωσμένος, απελπισμένος, απόγνωση, απελπισία, απελπισίας, απόγνωσης, την απελπισία
Μεταφράσεις
- desesperado στα ελληνικά - απελπισμένος, απεγνωσμένος, απελπιστική, απελπισμένη, απελπισμένοι, απεγνωσμένη
- desesperar στα ελληνικά - απόγνωση, απεγνωσμένος, απελπισμένος, απελπισία, απελπισίας, απόγνωσης, την απελπισία
- desfalecer στα ελληνικά - ξανθός, πανηγύρι, δίκαιος, αμυδρός, λιποθυμώ, λιποθυμία, λιποθυμίας, ...
- desfasado στα ελληνικά - όρεξη, με χρονική υστέρηση, υστέρηση, χρονική υστέρηση, υπολειπόταν, καθυστερημένη
Τυχαίες λέξεις
Desespero στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απεγνωσμένος, απελπισμένος, απόγνωση, απελπισία, απελπισίας, απόγνωσης, την απελπισία
Μεταφράσεις: απεγνωσμένος, απελπισμένος, απόγνωση, απελπισία, απελπισίας, απόγνωσης, την απελπισία