Απελπισμένος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: απελπισμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
maligno, funesto, desesperado, desespero, desesperar, sem esperança, incorrigível, impossível, desesperada
Απελπισμένος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απελπισμένος

απελπισμένος μεταφραση, απελπισμένος συνώνυμα, απελπισμένος δήμαρχος, απελπισμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απελπισμένος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • απελαύνω στα πορτογαλικά - expelir, despovoar, deportar, expedição, expulsar, expulsá, expulsar os
  • απελευθερώνω στα πορτογαλικά - emancipar, emanar, libertar, liberar, libertar a, libertar o, libertá
  • απενεργοποιώ στα πορτογαλικά - incapacitar, desativar, desativar o, desabilitar, desactivar
  • απερίσκεπτος στα πορτογαλικά - inconsiderado, imprudente, irreverente, inconsiderate, sem consideração
Τυχαίες λέξεις
Απελπισμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: maligno, funesto, desesperado, desespero, desesperar, sem esperança, incorrigível, impossível, desesperada