Dimensão στα ελληνικά
Μετάφραση: dimensão, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συρρικνώνομαι, μέγεθος, διάσταση, μικραίνω, μειώνομαι, αναλογία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- diligente στα ελληνικά - ενεργός, ακμαίος, δραστήριος, επιμελής, εργατικός, επιμελή, επιμελούς, ...
- diluído στα ελληνικά - θαμπός, αμυδρός, θολωμένος, θολός, αραιώνω, αραιωμένο, αραιωμένα, ...
- diminua στα ελληνικά - μάθημα, υποκοριστικός, ελαττώνω, κοπάζω, μειώνομαι, συρρικνώνομαι, μικραίνω, ...
- diminuir στα ελληνικά - μειώνω, κομψός, ελαττώνω, κοπάζω, κουρεύω, κλαδεύω, ψαλιδίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Dimensão στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συρρικνώνομαι, μέγεθος, διάσταση, μικραίνω, μειώνομαι, αναλογία
Μεταφράσεις: συρρικνώνομαι, μέγεθος, διάσταση, μικραίνω, μειώνομαι, αναλογία