Συρρικνώνομαι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συρρικνώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
agudo, dimensão, diminua, psiquiatra, encolher, encolhido, encolhida, encolhidos, shrunken, encolhidas
Συρρικνώνομαι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συρρικνώνομαι

συρρικνώνομαι μεταφραση, συρρικνώνομαι συνωνυμα, συρρικνώνομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συρρικνώνομαι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συνώνυμος στα πορτογαλικά - sinônimo, sinónimo, sinônimos, sinónimos, synonymous
  • συρρέω στα πορτογαλικά - nadar, juntar-se, gado, rebanho, flutuador, multidão, flutuar, ...
  • συρροή στα πορτογαλικά - colecção, grupo, fartura, abundância, reunião, amontoamento, acumulação, ...
  • συρτάρι στα πορτογαλικά - gaveta, prolongar, gaveta de, de gaveta, gaveta do, gaveta da
Τυχαίες λέξεις
Συρρικνώνομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: agudo, dimensão, diminua, psiquiatra, encolher, encolhido, encolhida, encolhidos, shrunken, encolhidas