Dor στα ελληνικά

Μετάφραση: dor, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οδυνηρός, λαχταρώ, πονώ, αλγεινός, πόνος, πόνο, πόνου, τον πόνο, άλγος
Dor στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • donde στα ελληνικά - που, πρόσοψη, όπου, όταν, εφόσον
  • dono στα ελληνικά - αφέντης, κάτοχος, κτήτορας, ηγετικός, δεξιοτέχνης, ιδιοκτησία, ιδιοκτήτης, ...
  • dormir στα ελληνικά - κοιμάμαι, ύπνος, τσίμπλα, μανίκι, ύπνου, ύπνο, του ύπνου, ...
  • dorso στα ελληνικά - πλάτη, υποστηρίζω, ενισχύω, πίσω, πίσω μέρος, άμυνα, back
Τυχαίες λέξεις
Dor στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οδυνηρός, λαχταρώ, πονώ, αλγεινός, πόνος, πόνο, πόνου, τον πόνο, άλγος