Οδυνηρός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: οδυνηρός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
terrível, abominável, doloroso, repugnante, dor, acabrunhar, mal, dolorosa, dolorosas, dolorosos
Οδυνηρός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οδυνηρός

οδυνηρός συνώνυμο, οδυνηρός αντώνυμο, οδυνηρός συνώνυμα, οδυνηρός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, οδυνηρός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • οδοντικός στα πορτογαλικά - dental, dentária, dentário, odontológico, odontológica
  • οδυνηρά στα πορτογαλικά - dolorosamente, dolorosa, penosamente, doloroso
  • οδυρμός στα πορτογαλικά - cordeiro, lamentar, lastimar, lamentação, lamento, pranto, lamentações, ...
  • οδός στα πορτογαλικά - rua, aerodinâmico, estrada, street, de rua, da rua, ruas
Τυχαίες λέξεις
Οδυνηρός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: terrível, abominável, doloroso, repugnante, dor, acabrunhar, mal, dolorosa, dolorosas, dolorosos