Υπομένω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: υπομένω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
suportar, padecer, dotar, resistir, continuar, durar, sustentar, dote, agüentar, aturar, aguentar, perseverar
Υπομένω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπομένω

υπομένω συνώνυμα, υπομένω αόριστος, υπομένω συνώνυμο, υπομένω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, υπομένω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • υπολογιστής στα πορτογαλικά - computador, calculadora, calculador, da calculadora, calculadora de, calculator
  • υπολοχαγός στα πορτογαλικά - acamar, tenente, o Tenente
  • υπομονή στα πορτογαλικά - caminho, paciência, a paciência, de paciência, perseverança
  • υπομονετικά στα πορτογαλικά - pacientemente, paciência, com paciência, paciente
Τυχαίες λέξεις
Υπομένω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: suportar, padecer, dotar, resistir, continuar, durar, sustentar, dote, agüentar, aturar, aguentar, perseverar