Endosso στα ελληνικά
Μετάφραση: endosso, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιδοκιμασία, οπισθογράφηση, έγκριση, θεώρηση, ένδειξη, επικύρωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- endossar στα ελληνικά - οπισθογραφώ, επιδοκιμάζω, εγκρίνω, εγκρίνει, εγκρίνουν, θεωρεί, υποστηρίξει
- endosse στα ελληνικά - οπισθογραφώ, επιδοκιμάζω, Υποστηρίζει τις, ενστερνίζεται η, προσυπογράφει, προσυπογράφει το
- endurecer στα ελληνικά - σκληραίνω, σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, να σκληρύνει
- endureça στα ελληνικά - σκληραίνω, σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, να σκληρύνει
Τυχαίες λέξεις
Endosso στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιδοκιμασία, οπισθογράφηση, έγκριση, θεώρηση, ένδειξη, επικύρωση
Μεταφράσεις: επιδοκιμασία, οπισθογράφηση, έγκριση, θεώρηση, ένδειξη, επικύρωση