Επιδοκιμασία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: επιδοκιμασία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
endosso, endossado, aplauso, aplausos, palmas, o aplauso, os aplausos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιδοκιμασία
επιδοκιμασία λεξικο, επιδοκιμασία ετυμολογία, επιδοκιμασία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επιδοκιμασία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- επιδιώκω στα πορτογαλικά - bolsa, perseguir, seguir, acossar, cortejar, galantear, Woo, ...
- επιδοκιμάζω στα πορτογαλικά - aclamar, aprovar, sancionar, endosse, endossar, infinita, aprova, ...
- επιδοτώ στα πορτογαλικά - subsidiar, subvencionar, subsidiam, subsidiar a, subsidiar o
- επιδρομή στα πορτογαλικά - ataque, abordar, assaltar, crise, agredir, impugnar, acometer, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιδοκιμασία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: endosso, endossado, aplauso, aplausos, palmas, o aplauso, os aplausos
Μεταφράσεις: endosso, endossado, aplauso, aplausos, palmas, o aplauso, os aplausos