Enfermeira στα ελληνικά
Μετάφραση: enfermeira, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παξιμάδι, βάγια, νοσοκόμα, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Μεταφράσεις
- enfatize στα ελληνικά - τονίζει, υπογραμμίζει, δίνει έμφαση, επισημαίνει, έμφαση
- enfeitar στα ελληνικά - διακοσμώ, γαρνιτούρα, γαρνίρισμα, γαρνίρετε, γαρνίρουμε, το γαρνίρισμα
- enfermo στα ελληνικά - άρρωστος, άρρωστο, άρρωστοι, άρρωστα, αναρρωτική
- enfiar στα ελληνικά - μίτος, απειλή, κλωστή, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Enfermeira στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παξιμάδι, βάγια, νοσοκόμα, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Μεταφράσεις: παξιμάδι, βάγια, νοσοκόμα, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα