Finja στα ελληνικά

Μετάφραση: finja, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσποιούμαι, συνάδελφος, χαριτωμένος, επιτηδεύομαι, άντρας, τύπος, ισχυρίζομαι, προσποιούνται, προσποιούμαστε, υποκρινόμαστε
Finja στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fineza στα ελληνικά - λεπτότητα, λεπτότητας, καθαρότητας, λεπτότητος, τη λεπτότητα
  • fingir στα ελληνικά - καταδαπανώ, προσποιούμαι, ισχυρίζομαι, προσποιούνται, προσποιούμαστε, υποκρινόμαστε
  • finlandês στα ελληνικά - έλατο, φινλανδικός, Φινλανδική, φινλανδικής, φινλανδικές, Φινλανδικά
  • fino στα ελληνικά - πράγμα, εκλεπτυσμένος, αραιώνω, θίγω, μικρός, φίνος, αίθριος, ...
Τυχαίες λέξεις
Finja στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσποιούμαι, συνάδελφος, χαριτωμένος, επιτηδεύομαι, άντρας, τύπος, ισχυρίζομαι, προσποιούνται, προσποιούμαστε, υποκρινόμαστε