Fulo στα ελληνικά

Μετάφραση: fulo, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μανιασμένος, θηριώδης, μαινόμενος, βάρβαρος, άγριος, οργισμένος, νευριάσει, ανάποδες, τσαντισμένος, τσαντίστηκε, τσαντιστεί
Fulo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fulgor στα ελληνικά - κολλώ, πυρακτώνομαι, λάμψη, κόλλα, φεγγοβολώ, φλόγα, φωτιά, ...
  • fuligem στα ελληνικά - αιθάλη, καπνιά, εξεζητημένος, καλλιεργημένος, σοφιστικέ, γάνα, αιθάλης, ...
  • fumar στα ελληνικά - καπνοί, καπνός, καπνίζω, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
  • fumaça στα ελληνικά - καπνίζω, καπνοί, καπνός, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
Τυχαίες λέξεις
Fulo στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μανιασμένος, θηριώδης, μαινόμενος, βάρβαρος, άγριος, οργισμένος, νευριάσει, ανάποδες, τσαντισμένος, τσαντίστηκε, τσαντιστεί