Βάρβαρος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: βάρβαρος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bárbaro, cruel, gentio, fulo, salsicha, bravio, furioso, raivoso, selvagem, desalmado, bárbara, bárbaros, barbarian, dos bárbaros
Βάρβαρος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βάρβαρος

βάρβαρος συνώνυμα, όσιοσ βάρβαροσ, ευγενής βάρβαρος, άγιος βάρβαρος, φυτό βάρβαρος, βάρβαρος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βάρβαρος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • βάναυσος στα πορτογαλικά - jagunço, roughneck, do Roughneck, resistente roughneck, Roughneck da
  • βάπτισμα στα πορτογαλικά - batismo, o batismo, baptismo, do batismo, batismo de
  • βάρκα στα πορτογαλικά - barco, canoa, batel, bote, escaler, de barco, barco de, ...
  • βάρος στα πορτογαλικά - carga, peso, carregar, acabrunhar, de peso, o peso, em peso
Τυχαίες λέξεις
Βάρβαρος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: bárbaro, cruel, gentio, fulo, salsicha, bravio, furioso, raivoso, selvagem, desalmado, bárbara, bárbaros, barbarian, dos bárbaros