Οργισμένος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: οργισμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
raivoso, selvagem, gentio, furioso, bravio, fulo, irritado, colérico, irado, irada, wrathful, colérica
Οργισμένος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οργισμένος

οργισμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, οργισμένος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • οργανικός στα πορτογαλικά - órgão, orgânico, orgânica, orgânicos, biológica, org�ica
  • οργιά στα πορτογαλικά - braça, Fathom, braças, sondar, O fathom
  • οργωτής στα πορτογαλικά - orgotis
  • οργώνω στα πορτογαλικά - urdir, lote, arado, arar, charrua, arado de, plough, ...
Τυχαίες λέξεις
Οργισμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: raivoso, selvagem, gentio, furioso, bravio, fulo, irritado, colérico, irado, irada, wrathful, colérica