Σφετερίζομαι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: σφετερίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abrilhantar, apropriado, apropriar, extraviar, geralmente, usurpar, adequado, usurpar o, usurpar a, usurpam, usurp
Σφετερίζομαι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σφετερίζομαι

σφετερίζομαι σημασία, σφετερίζομαι συνώνυμα, σφετερίζομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σφετερίζομαι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • σφαγείο στα πορτογαλικά - matadouro, matadouros, abatedouro, do matadouro
  • σφαδάζω στα πορτογαλικά - contorcer, writhe, se contorcer, contorção
  • σφετερισμός στα πορτογαλικά - usurpação, a usurpação, usurpation, de usurpação, usurpações
  • σφηνώνω στα πορτογαλικά - alojar, albergar, gafanhoto, congestionamento, geléia, compota, atolamento, ...
Τυχαίες λέξεις
Σφετερίζομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: abrilhantar, apropriado, apropriar, extraviar, geralmente, usurpar, adequado, usurpar o, usurpar a, usurpam, usurp