Inchar στα ελληνικά
Μετάφραση: inchar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρήξιμο, πρήζω, φουσκώνω, φλεγμονή, εξογκώνω, φούσκωμα, πρήζεται, πρηστεί, φουσκοθαλασσιάς, φουσκοθαλασσιά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- incerto στα ελληνικά - αβέβαιος, αμφίβολος, αβέβαιο, αβέβαιη, αβέβαιες, αβέβαια
- inchamento στα ελληνικά - φλεγμονή, φουσκώνω, φάλτσο, πρήξιμο, πρήζω, εξογκώνω, λοξοδρομώ, ...
- incidir στα ελληνικά - συμβαίνω, διαδραματίζω, εστία, εστίαση, έμφαση, επίκεντρο, εστίασης
- incitar στα ελληνικά - ράβω, προκαλώ, ραφή, υποκινούν, υποκινήσουν, υποδαυλίζουν, υποκινήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Inchar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρήξιμο, πρήζω, φουσκώνω, φλεγμονή, εξογκώνω, φούσκωμα, πρήζεται, πρηστεί, φουσκοθαλασσιάς, φουσκοθαλασσιά
Μεταφράσεις: πρήξιμο, πρήζω, φουσκώνω, φλεγμονή, εξογκώνω, φούσκωμα, πρήζεται, πρηστεί, φουσκοθαλασσιάς, φουσκοθαλασσιά