Incumbir στα ελληνικά

Μετάφραση: incumbir, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φροντίδα, κατηγορία, αναθέσει, να αναθέσει, δώσει εντολή, αναθέσει στην, έδωσε εντολή
Incumbir στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • incubação στα ελληνικά - επώαση, επώασης, επωάσεως, την επώαση, από επώαση
  • inculpar στα ελληνικά - κατηγορώ, ενοχοποιώ, ενοχοποιήσει
  • incutir στα ελληνικά - συνιστώ, προτείνω, συμβουλεύω, ενσταλάξει, ενσταλάξουν, να ενσταλάξει, ενσταλάξει την, ...
  • incêndio στα ελληνικά - φωτιά, πυρκαγιά, πυροβολώ, απολύω, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρός
Τυχαίες λέξεις
Incumbir στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φροντίδα, κατηγορία, αναθέσει, να αναθέσει, δώσει εντολή, αναθέσει στην, έδωσε εντολή