Indígena στα ελληνικά

Μετάφραση: indígena, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιθαγενής, γηγενής, ντόπιος, Ινδός, ινδική, Ινδικό, Ινδικού, ινδικές
Indígena στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • induza στα ελληνικά - βιομήχανος, προκαλώ, επάγει, διεγείρει, προκαλεί τη, επάγει την
  • induzir στα ελληνικά - προκαλώ, βιομήχανος, επάγουν, επάγει, προκαλείτε, να προκαλέσει, προκαλέσουν
  • indústria στα ελληνικά - εμπόριο, δουλειά, επιχείρηση, κατασκευάζω, επιτήδευμα, επενδύω, ρυτίδα, ...
  • inequívoco στα ελληνικά - σκέτο, προφανής, κάμπος, εμφανής, έκδηλος, σκέτος, φανερός, ...
Τυχαίες λέξεις
Indígena στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιθαγενής, γηγενής, ντόπιος, Ινδός, ινδική, Ινδικό, Ινδικού, ινδικές