Indígena στα ελληνικά
Μετάφραση: indígena, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιθαγενής, γηγενής, ντόπιος, Ινδός, ινδική, Ινδικό, Ινδικού, ινδικές
![Indígena στα ελληνικά Indígena στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-pt-gr-4493.png)
Μεταφράσεις
- induza στα ελληνικά - βιομήχανος, προκαλώ, επάγει, διεγείρει, προκαλεί τη, επάγει την
- induzir στα ελληνικά - προκαλώ, βιομήχανος, επάγουν, επάγει, προκαλείτε, να προκαλέσει, προκαλέσουν
- indústria στα ελληνικά - εμπόριο, δουλειά, επιχείρηση, κατασκευάζω, επιτήδευμα, επενδύω, ρυτίδα, ...
- inequívoco στα ελληνικά - σκέτο, προφανής, κάμπος, εμφανής, έκδηλος, σκέτος, φανερός, ...
Τυχαίες λέξεις
Indígena στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιθαγενής, γηγενής, ντόπιος, Ινδός, ινδική, Ινδικό, Ινδικού, ινδικές
Μεταφράσεις: ιθαγενής, γηγενής, ντόπιος, Ινδός, ινδική, Ινδικό, Ινδικού, ινδικές