Ofício στα ελληνικά

Μετάφραση: ofício, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάληψη, επιτήδευμα, λειτουργία, ταχυδρομώ, επενδύω, λειτουργώ, ρυτίδα, δοκάρι, επάγγελμα, δουλειά, θώκος, υπόθεση, χρησιμοποιώ, χρήση, επιχείρηση, σκοπός, τέχνη, σκάφος, τα σκάφη, βιοτεχνίας, βιοτεχνικές
Ofício στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • oficina στα ελληνικά - υφήλιος, κόσμος, ψωνίζω, προδίδω, μαγαζί, ατελιέ, συνεργείο, ...
  • ofuscar στα ελληνικά - αμυδρός, θολός, διάσταση, θαμπός, θολωμένος, επισκιάσει, επισκιάσουν, ...
  • oitenta στα ελληνικά - λεπτομερής, προσεγμένος, περίτεχνος, ογδόντα, από ογδόντα
  • oleiro στα ελληνικά - αγγειοπλάστης, Πότερ, Potter, αγγειοπλάστη, αγγειοπλαστικής
Τυχαίες λέξεις
Ofício στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάληψη, επιτήδευμα, λειτουργία, ταχυδρομώ, επενδύω, λειτουργώ, ρυτίδα, δοκάρι, επάγγελμα, δουλειά, θώκος, υπόθεση, χρησιμοποιώ, χρήση, επιχείρηση, σκοπός, τέχνη, σκάφος, τα σκάφη, βιοτεχνίας, βιοτεχνικές