Δουλειά στα πορτογαλικά

Μετάφραση: δουλειά, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escravatura, escravidão, servidão, cativeiro, bondage, sujeição
Δουλειά στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δουλειά

δουλεία διέλευσης, δουλεία αμερικη, δουλεία οικήσεως, δουλεία σε ακίνητο, δουλεία οδού, δουλειά λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δουλειά στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • δοσολογία στα πορτογαλικά - dosagens, dose, dosagem, de dosagem, dosagem de, posologia
  • δουκάτο στα πορτογαλικά - ducado, duchy
  • δουλειά στα πορτογαλικά - negócio, arte, transacção, palavra, carga, laborar, trabalhar, ...
  • δουλειές στα πορτογαλικά - indústria, empreitada, carga, profissão, coisa, caso, arte, ...
Τυχαίες λέξεις
Δουλειά στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: escravatura, escravidão, servidão, cativeiro, bondage, sujeição