Χρήση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: χρήση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
uso, emprego, função, hábito, alvo, ofício, aplicarão, aplicação, empregar, costume, fim, eua, cargo, utilizar, utilização, o uso, usar
Χρήση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χρήση

χρήση συνώνυμα, χρήση γης, χρήση του κόμματος, χρήση σημείων στίξης, χρήση νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση, χρήση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, χρήση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • χρέωση στα πορτογαλικά - débito, deve, debitar, debilitar, cobrar, carregar, cobra, ...
  • χρήματα στα πορτογαλικά - dinheiro, o dinheiro, de dinheiro, benefício, dinheiro de
  • χρήσιμος στα πορτογαλικά - profícuo, útil, vantajoso, úteis, utilidade
  • χρήστης στα πορτογαλικά - vão, inútil, usuário, do usuário, utilizador, de usuário, usuários
Τυχαίες λέξεις
Χρήση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: uso, emprego, função, hábito, alvo, ofício, aplicarão, aplicação, empregar, costume, fim, eua, cargo, utilizar, utilização, o uso, usar