Operar στα ελληνικά

Μετάφραση: operar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγχειρίζω, λειτουργώ, επιχείρηση, εγχείρηση, λειτουργία, λειτουργούν, λειτουργεί, λειτουργήσει, λειτουργίας
Operar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • onze στα ελληνικά - έντεκα, ένδεκα, από έντεκα
  • onça στα ελληνικά - ουγκιά, ουγγιά, ουγγιών, ουγγιάς, ουγκιών
  • operativo στα ελληνικά - άποψη, γνώμη, γνωμάτευση, λειτουργική, γενεσιουργός, γενεσιουργό, λειτουργικές, ...
  • operação στα ελληνικά - επιχείρηση, λειτουργία, εγχείρηση, λειτουργίας, τη λειτουργία, πράξη
Τυχαίες λέξεις
Operar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγχειρίζω, λειτουργώ, επιχείρηση, εγχείρηση, λειτουργία, λειτουργούν, λειτουργεί, λειτουργήσει, λειτουργίας