Pêlo στα ελληνικά
Μετάφραση: pêlo, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίπου, περί, για, ανά, διαμέσου, από, απαγορεύω, σε, αντιλαμβάνομαι, κάθε, διαβλέπω, με, κατά, από την, του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- peles στα ελληνικά - γούνα, τρίχωμα, δέρματα, δερμάτων, τα δέρματα, δέρμα, επιδερμίδες
- peliça στα ελληνικά - τρίχωμα, γούνα, πανωφόρι, είδος γυναικείου επανωφόριου με γούνα
- pelos στα ελληνικά - διαμέσου, για, σε, απαγορεύω, με, από, κατά, ...
- peludo στα ελληνικά - μαλλιαρός, τριχωτός, τριχωτό, τριχωτών, τριχωτά, εκ τριχωτών
Τυχαίες λέξεις
Pêlo στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίπου, περί, για, ανά, διαμέσου, από, απαγορεύω, σε, αντιλαμβάνομαι, κάθε, διαβλέπω, με, κατά, από την, του
Μεταφράσεις: περίπου, περί, για, ανά, διαμέσου, από, απαγορεύω, σε, αντιλαμβάνομαι, κάθε, διαβλέπω, με, κατά, από την, του