Pelejar στα ελληνικά
Μετάφραση: pelejar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μάχομαι, αγώνας, καταπολεμώ, αγωνίζομαι, μάχη, πόλεμος, πολέμου, πόλεμο, τον πόλεμο, του πολέμου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pele στα ελληνικά - τρίχωμα, κέλυφος, γδέρνω, δέρμα, γούνα, κρύβω, κρύβομαι, ...
- peleja στα ελληνικά - αγωνίζομαι, αγώνας, μάχη, καταπολέμηση, την καταπολέμηση, καταπολέμηση της, την καταπολέμηση της
- peles στα ελληνικά - γούνα, τρίχωμα, δέρματα, δερμάτων, τα δέρματα, δέρμα, επιδερμίδες
- peliça στα ελληνικά - τρίχωμα, γούνα, πανωφόρι, είδος γυναικείου επανωφόριου με γούνα
Τυχαίες λέξεις
Pelejar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μάχομαι, αγώνας, καταπολεμώ, αγωνίζομαι, μάχη, πόλεμος, πολέμου, πόλεμο, τον πόλεμο, του πολέμου
Μεταφράσεις: μάχομαι, αγώνας, καταπολεμώ, αγωνίζομαι, μάχη, πόλεμος, πολέμου, πόλεμο, τον πόλεμο, του πολέμου