Αγωνίζομαι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αγωνίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
luta, combate, batalha, pelejar, conflitos, conflito, brigar, estrutura, esforço, batalhar, peleja, pugna, luta de, lutas
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγωνίζομαι
αγωνίζομαι για την οδική ασφάλεια, αγωνίζομαι συνώνυμο, αγωνίζομαι αρχικοί χρόνοι, αγωνίζομαι συνώνυμα, κλιση αγωνίζομαι, αγωνίζομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αγωνίζομαι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αγωγός στα πορτογαλικά - canal, tubo, conduta, duto, ducto
- αγωνία στα πορτογαλικά - acabrunhar, distrair, angústia, agonia, transe, angustiar, afligir, ...
- αγωνιστής στα πορτογαλικά - lutador, combatente, caça, lutador do, lutador de
- αγωνιώ στα πορτογαλικά - angústia, ânsia, transe, estar em, ser, estar no, estar na, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγωνίζομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: luta, combate, batalha, pelejar, conflitos, conflito, brigar, estrutura, esforço, batalhar, peleja, pugna, luta de, lutas
Μεταφράσεις: luta, combate, batalha, pelejar, conflitos, conflito, brigar, estrutura, esforço, batalhar, peleja, pugna, luta de, lutas