Penetrar στα ελληνικά

Μετάφραση: penetrar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπερνώ, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν
Penetrar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • peneirar στα ελληνικά - αφηνιάζω, κοσκινίζω, κοσκινίσει, κοσκινίστε, αδιαπέραστοι, κοσκινίζετε
  • penetrante στα ελληνικά - έντονος, κοφτερός, οξυδερκής, αιφνίδιος, μυτερός, οξύς, διεισδυτική, ...
  • penetre στα ελληνικά - διαπερνώ, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν
  • penhasco στα ελληνικά - γκρεμός, βράχος, βράχο, γκρεμό, βράχου
Τυχαίες λέξεις
Penetrar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπερνώ, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν