Prático στα ελληνικά
Μετάφραση: prático, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άσκηση, πρακτικός, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά
![Prático στα ελληνικά Prático στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-pt-gr-6432.png)
Μεταφράσεις
- prudente στα ελληνικά - επιφυλακτικός, φασκόμηλο, φρόνιμος, σοφός, λογικός, εφεκτικός, συνετός, ...
- prática στα ελληνικά - εξασκώ, άσκηση, ασκώ, σχέδιο, πρακτική, πράξη, πρακτικής, ...
- prédica στα ελληνικά - κήρυγμα, κηρύγματος, κήρυγμά, ομιλία, το κήρυγμα
- prémios στα ελληνικά - επίδομα, πριμοδότηση, Βραβεία, Choice Τα, βραβείων, τα βραβεία, διακρίσεις
Τυχαίες λέξεις
Prático στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άσκηση, πρακτικός, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά
Μεταφράσεις: άσκηση, πρακτικός, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά