Πρακτική στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πρακτική, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
praticar, prático, prática, exercício, práticas, a prática, prática de
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρακτική
πρακτική άσκηση σπουδαστών ιεκ, πρακτική άσκηση, πρακτική άσκηση τει, πρακτική αριθμητική, πρακτική φιλοσοφία, πρακτική λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πρακτική στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πραγματοποίηση στα πορτογαλικά - realização, percepção, concretização, compreensão, de realização
- πραγματοποιώ στα πορτογαλικά - adquirir, atingir, realize, abranger, tocar, alcançar, arranjar, ...
- πρακτικός στα πορτογαλικά - poderoso, prático, prática, práticas, práticos, é prático
- πρακτορείο στα πορτογαλικά - costume, repartição, maneira, escritório, forma, modo, moda, ...
Τυχαίες λέξεις
Πρακτική στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: praticar, prático, prática, exercício, práticas, a prática, prática de
Μεταφράσεις: praticar, prático, prática, exercício, práticas, a prática, prática de