Só στα ελληνικά

Μετάφραση: só, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιοσύνη, δίκαιος, μοναχός, εκδρομή, αποκλειστικά, μοναχικός, μεγάλος, μόλις, μόνο, εξαίρεση, μακρύς, απόκοσμος, μόνος, πέλμα, απλώς, μονός, μόνον, μόνη, μόνο για
Só στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • símio στα ελληνικά - πίθηκος, μιμούμαι, πίθηκο, πιθήκου, ape
  • sítio στα ελληνικά - μέρος, σπυρί, τοποθεσία, τόπος, βούλα, τοποθετώ, εντοπίζω, ...
  • sóbrio στα ελληνικά - φειδωλός, εγκρατής, νηφάλιος, ξεμέθυστος, λιτός, νηφάλια, νηφάλιο, ...
  • sócio στα ελληνικά - μέλος, στέλεχος, εταίρος, εταίρο, συνεργάτη, εταίρου, συνεργάτης
Τυχαίες λέξεις
Só στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιοσύνη, δίκαιος, μοναχός, εκδρομή, αποκλειστικά, μοναχικός, μεγάλος, μόλις, μόνο, εξαίρεση, μακρύς, απόκοσμος, μόνος, πέλμα, απλώς, μονός, μόνον, μόνη, μόνο για