Μεγάλος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μεγάλος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
longo, magno, maiúsculo, eminente, gramática, só, excelente, comprido, grande, aparador, gorduroso, ótimo, great, ótima
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεγάλος
μεγάλος σταυρός απριλίου 2014, μεγάλος επιταχυντής αδρονίων, μεγάλος πέτρος, μεγάλος σταυρός απριλίου, μεγάλος κανόνας, μεγάλος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μεγάλος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- μείωση στα πορτογαλικά - rebater, descontinuar, desconto, abaixar, decrescer, abatimento, enfraquecimento, ...
- μεγάθυμος στα πορτογαλικά - magnanimousness
- μεγάφωνο στα πορτογαλικά - alto-falante, altifalante, altifalantes, loudspeaker, do altifalante
- μεγέθυνση στα πορτογαλικά - ampliação, de ampliação, aumento, ampliação de, magnificação
Τυχαίες λέξεις
Μεγάλος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: longo, magno, maiúsculo, eminente, gramática, só, excelente, comprido, grande, aparador, gorduroso, ótimo, great, ótima
Μεταφράσεις: longo, magno, maiúsculo, eminente, gramática, só, excelente, comprido, grande, aparador, gorduroso, ótimo, great, ótima