Μοναχικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μοναχικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
eremita, só, isolado, único, sozinho, solitário, solitária, sozinha, solitários
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μοναχικός
μοναχικός καβαλάρης imdb, μοναχικός λύκος βιβλιοπαιχνιδι, μοναχικόσ καβαλάρησ κριτική, μοναχικόσ χόρχε, μοναχικός άνθρωπος, μοναχικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μοναχικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- μοναδικός στα πορτογαλικά - bizarro, único, original, esquisito, ímpar, excêntrico, estranho, ...
- μοναξιά στα πορτογαλικά - solidão, loneliness, a solidão, da solidão, isolamento
- μοναχός στα πορτογαλικά - só, único, sozinho, isolado, frade, Frei, Friar, ...
- μονοκόμματος στα πορτογαλικά - obtuso, despontar, uma pedaço, uma peça, um pedaço, uma parte, uma só peça
Τυχαίες λέξεις
Μοναχικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: eremita, só, isolado, único, sozinho, solitário, solitária, sozinha, solitários
Μεταφράσεις: eremita, só, isolado, único, sozinho, solitário, solitária, sozinha, solitários