Sócio στα ελληνικά
Μετάφραση: sócio, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέλος, στέλεχος, εταίρος, εταίρο, συνεργάτη, εταίρου, συνεργάτης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- só στα ελληνικά - δικαιοσύνη, δίκαιος, μοναχός, εκδρομή, αποκλειστικά, μοναχικός, μεγάλος, ...
- sóbrio στα ελληνικά - φειδωλός, εγκρατής, νηφάλιος, ξεμέθυστος, λιτός, νηφάλια, νηφάλιο, ...
- sófia στα ελληνικά - μαλακός, Σοφία, Σόφια, sofia, Σόφιας, της Σόφιας
- sólido στα ελληνικά - σκληρός, γερός, ρωμαλέος, αξιόλογος, δύσκολος, σκληροτράχηλος, συμπαγής, ...
Τυχαίες λέξεις
Sócio στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέλος, στέλεχος, εταίρος, εταίρο, συνεργάτη, εταίρου, συνεργάτης
Μεταφράσεις: μέλος, στέλεχος, εταίρος, εταίρο, συνεργάτη, εταίρου, συνεργάτης