Μέλος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μέλος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lírio, sócio, derreter, membro, cidadão, membro do, membro do programa
Μέλος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μέλος

μέλος δεπ, μέλος τεε, μέλος φάντασμα, μέλος εφορευτικής επιτροπής εκλογών 2014, μέλοσ τησ χρυσήσ αυγήσ, μέλος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μέλος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • μέθοδος στα πορτογαλικά - medidor, chegar, métodos, método, modo, abordar, acercar, ...
  • μέλι στα πορτογαλικά - são, honesto, mel, de mel, o mel, do mel, querida
  • μέμφομαι στα πορτογαλικά - censura, vergonha, censurar, opróbrio, reprovação
  • μέμψη στα πορτογαλικά - censurar, Semerkhet
Τυχαίες λέξεις
Μέλος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: lírio, sócio, derreter, membro, cidadão, membro do, membro do programa