Suspeitar στα ελληνικά
Μετάφραση: suspeitar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστέλλω, υποπτεύομαι, κρεμώ, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων
Μεταφράσεις
- suscitar στα ελληνικά - διέγερση, evoke
- suspeita στα ελληνικά - κρατώ, υποστηρίζω, υποψία, συντηρώ, υπόνοια, υποψίες, υπόνοιες, ...
- suspeito στα ελληνικά - αναστέλλω, υποπτεύομαι, κρεμώ, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ...
- suspender στα ελληνικά - ανυψώνω, υψώνω, ασανσέρ, αναστέλλω, αναστηλώνω, μεγαλώνω, σηκώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Suspeitar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστέλλω, υποπτεύομαι, κρεμώ, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων
Μεταφράσεις: αναστέλλω, υποπτεύομαι, κρεμώ, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων