Αναστέλλω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αναστέλλω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pendurar, suspeito, suspender, suspeitar, inibir, inibem, inibir a, inibe, inibem a
Αναστέλλω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναστέλλω

αναστέλλω αντωνυμο, αναστέλλω τι σημαινει, αναστέλλω συνώνυμο, αναστέλλω λεξικο, αναστέλλω ορισμός, αναστέλλω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αναστέλλω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ανασκόπηση στα πορτογαλικά - fiscalizar, aferir, revisar, revista, revalorização, inspeccionar, inspecção, ...
  • αναστάτωση στα πορτογαλικά - agitação, alvoroço, rompimento, ruptura, interrupção, perturbação, perturbações
  • αναστατώνω στα πορτογαλικά - virada, tresandar, afobação, afobar, perturbar, enervar, fluster
  • αναστενάζω στα πορτογαλικά - suspirar, suspiro, sigh, suspiro de, suspirando
Τυχαίες λέξεις
Αναστέλλω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pendurar, suspeito, suspender, suspeitar, inibir, inibem, inibir a, inibe, inibem a